- συνέτης
- ὁ, Α [συνίημι](κατά τον Ησύχ.) «συμπολίτης».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνετής — ές, Μ αυτός που δείχνει κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνετός, κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek
συνετῆς — συνετός intelligent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ԶԳՕՆ — (ի, ից.) NBH 1 0729 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 13c ա. πρᾶος, ἤμερος mansuetus, cicur (իբր Զգայուն յոյժ, զգաստ, զգոյշ. հակառական անզգայի, եւ անզգամի). Ուշիմ, եւ ուշեղ. այսինքն մեղմ, հանդարտ, հեզ. ընդել. ցածուն. հլու,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)